- ἐνουρήθρα
- ἐνουρ-ήθρα, ἡ, or [suff] ἐνούρ-ηθρον, τό,A chamberpot, S.Fr.485.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνουρήθρα — ἐνουρήθρᾱ , ἐνουρήθρα chamberpot fem nom/voc/acc dual ἐνουρήθρᾱ , ἐνουρήθρα chamberpot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενουρήθρα — ἐνουρήθρα, η και ἐνούρηθρον, το (Α) [ενουρώ] ουροδοχείο … Dictionary of Greek
ἐνουρήθραν — ἐνουρήθρᾱν , ἐνουρήθρα chamberpot fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek